- ρουθούνι
- narine
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ρουθούνι — το / ῥουθούνι, ΝΜ, και αρθούνι Ν, και ῥουθοῡνιν και ἀρθοῡνιν Μ καθένα από τα δύο ελλειψοειδή ανοίγματα στο κάτω μέρος τής μύτης (α. «τα δυο του τα ρουθούνια ξερνούν αντάρα και φωτιά» β. «καὶ τζίκνα γέμισαν πολλὴν τ ἀρθούνια μου στὴν στράταν»,… … Dictionary of Greek
ρουθούνι — το ιού 1. ο ρώθωνας. 2. φρ., «Του μπήκα στο ρουθούνι», του γινα ενοχλητικός, τον θύμωσα· «Δεν έμεινε ρουθούνι», ξεπαστρεύτηκαν (άνθρωποι ή ζώα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω … Dictionary of Greek
επιμυκτηρίζω — ἐπιμυκτηρίζω (Α) φυσώ τη μύτη μου για να εμπαίξω κάποιον, χλευάζω («οἱ δὲ πάλιν ἐπεμυκτήρισαν», Μέν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μυκτηρίζω «χλευάζω» (< μυκτήρ «ρουθούνι» < μύσσομαι «φυσώ τη μύτη μου»)] … Dictionary of Greek
κυκλόστομοι — (cyclostomata). Τάξη άγναθων ψαριών, η οποία περιλαμβάνει 45 είδη. Έχουν κυλινδρικό, επίμηκες σώμα, εφοδιασμένο μόνο με άζυγα πτερύγια· το νωτιαίο πτερύγιο προεκτείνεται σχηματίζοντας το ουραίο και το εδρικό πτερύγιο. Το δέρμα είναι γυμνό, λείο… … Dictionary of Greek
μοσκιά — η [μόσκος] 1. ονομασία τού φυτού ροδή η μόσχοσμος («βάζει μοσκιά μυρόβολη σε καθενός ρουθούνι και τού θαλασσινού θεριού τη μυρουδιά αφανίζει», Εφταλ.) 2. ευωδιά, μυρωδιά … Dictionary of Greek
μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… … Dictionary of Greek
μυκτήρας — ο (ΑΜ μυκτήρ, ῆρος) καθεμιά από τις δύο ελλειψοειδείς οπές τής κάτω βασικής επιφάνειας της μύτης, ρουθούνι («τὴν ἀναπνοήν περιωθεῑ κατά τήν τοῡ στόματος καὶ τήν τῶν μυκτήρων δίοδον», Πλάτ.) μσν. ράμφος αρχ. 1. συνεκδ. η ρίνα, η μύτη 2. η άκρη τού … Dictionary of Greek
μυκτηρόθεν — (Α) επίρρ. από τους μυκτήρες, από τα ρουθούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκτήρ, ῆρος «ρουθούνι» + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μητρό θεν)] … Dictionary of Greek
μυκτηρόκομπος — μυκτηρόκομπος, ον (ΑΜ) αυτός που παράγει θόρυβο με τους μυκτήρες, με τα ρουθούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκτήρ, ῆρος «ρουθούνι» + κόμπος «θόρυβος» (πρβλ. μελί κομπος)] … Dictionary of Greek
μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… … Dictionary of Greek